-
1 θέρος
A summer,χείματος οὐδὲ θέρευς Od.7.118
; ; ἐν θέρει, opp. ἐνψύχει, S.Ph.18; θέρεϊ or θέρει, Il.22.151, Hes.Op. 640; τὸ θέρος during the summer, Hdt.1.202; τοῦ θέρεος in the course of it, Id.2.24;τοῦ θέρους Ar.Fr. 463
; θέρεος or θέρους (without the Art.), Hes.Op. 462, Pl.Phdr. 276b, al.;τοῦ παρεστῶτος θέρους S.Ph. 1340
;τοῦ θ. εὐθὺς ἀρχομένου Th.2.47
;κατὰ θέρους ἀκμήν X.HG5.3.19
; θ. μεσοῦντος about mid summer, Luc.Hist.Conscr.1; esp. in Th., campaigning-season, , cf. 2.31, 6.8;τοσαῦτα μὲν ἐν τῷ θ. ἐγένετο 2.68
.II summerfruits, harvest, crop,θ. ἀλλότριον ἀμᾶν Ar.Eq. 392
, cf. D.53.21, AP11.365.3 (Agath.): pl., crops,PFlor.
150.5 (iii A.D.); θέρη σταχύων the ripe ears, Plu.Fab.2: metaph.,πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος A.Pers. 822
, cf. Ag. 1655;τὸ γηγενὲς δράκοντος.. θ. E.Ba. 1026
; of a horse's mane, v. θερίζω 1.3; of a youth's beard, Call.Del. 298, AP10.19 (Apollonid.); alsoτέμνεται τὸ ἱερὸν καὶ ἀπόρρητον θ. τοῦ θεοῦ Τάλλου Jul.Or.5.168d
.III Astron.,τὸ μέγα θ., ὅταν πάντες οἱ πλάνητες ἐν θερινῷ ζῳδίῳ γένωνται Olymp.in Mete.111.30
. -
2 θερος
- εος τό1) лето:(ἐν) θέρει и θέρεϊ или θέρευς Hom., τὸ θ. Her., τοῦ θέρεος и τοῦ θέρους Her., Arst., ἐν (τῷ) θέρει Thuc., Plat., θέρους Plat. летом, в течение лета; τοῦ θέρους εὐθὺς ἀρχομένου Thuc. тут же с наступлением лета; τοῦ παρεστῶτος θέρους Soph. в это лето, текущим летом; χατὰ θέρους ἀκμήν Xen. в разгар лета; θέρους μεσοῦντος Luc. в середине лета
2) урожай, жатваθέρη σταχύων и θέρη χρυσᾶ Plut. — созревшие колосья;
τὸ γηγενὲς δράκοντος θ. Eur. — выросшая из земли драконья жатва ( о посеянных Кадмом драконьих зубах), т.е. потомки Кадма;ἀλλότριον ἀμᾶν θ. погов. Arph. — убирать чужую жатву, пожинать плоды чужих трудов;πάγκλαυτον ἐξαμᾶν θ. Aesch. — пожать обильную жатву слез, хлебнуть вдоволь горя3) волосы, грива (sc. πώλου Soph.)παρειάων πρῶτον θ. Anth. — первый пушок на щеках
-
3 εὐθύς
A straight, direct, whether vertically or horizontally, opp. σκολιός, καμπύλος, Pl.Tht. 194b, R. 602c, etc.; κατὰ τὸ εὐθὺ ἑστάναι stands still with reference to the vertical, of a spinning top, ib. 436e; εὐ. πλόος, ὁδοί, Pi.O.6.103, N.1.25, etc.;εὐθυτέρα ὁδός X.Cyr.1.3.4
;ὁδοὺς εὐθείας ἔτεμε Th.2.100
;ῥόμβος ἀκόντων Pi.O.13.93
; εὐθείᾳ (sc. ὁδῷ) by the straight road, Pl.Lg. 716a;εὐθεῖαν ἕρπε A.Fr. 195
; τὴν εὐ. E.Med. 384;ἐπ' εὐθείας D.S.19.38
, Ascl.Tact.2.6, Plot.2.1.8; so alsoεἰς τὸ εὐ.βλέπειν X.Eq.7.17
, etc.; πλήρης τοῦ εὐθέος tired of going straight forward, ib.14; ἡ ἐς τὸ εὐ. τῆς ῥητορικῆς ὁδός the direct road to.., Luc.Rh.Pr. 10; κατ' εὐθύ on level ground, LXX 3 Ki.21.23; but ἡ κατ' εὐ. τάσις in the direct line, Apollon.Cit.2; on the same side, Gal.8.62; also, opp. εἰς τὸ ἐντός, Plot.6.7.14.2 in moral sense, straightforward, frank, of persons, ;κοινᾶνι παρ' εὐθυτάτῳ Pi.P.3.28
;ῥῆτραι Tyrt.4.6
;τόλμα Pi.O. 13.12
;δίκα Id.N.10.12
;κρῖνε δ' εὐθεῖαν δίκην A.Eu. 433
, cf.Ἀρχ. Ἐφ. 1911.134
([place name] Gonni);ὁ εὐθὺς λόγος E.Hipp. 492
;τὸ εὐ. τε καὶ τὸ ἐλεύθερον Pl.Tht. 173a
; ἀπὸ τοῦ εὐθέος λέγειν to speak straight out, Th.3.43; ἐκ τοῦ εὐ. ὑπουργεῖν outright, openly, without reserve, Id.1.34; ἐκ τοῦ εὐ., opp. δι' αἰνιγμάτων, Paus.8.8.3: in fem.,τὴν εὐθεῖάν τινι συνειπεῖν Plu.Cic.7
;ἁπλῶς καὶ δι' εὐθείας Id.2.408e
; ἀπ' εὐθείας ib.57a, Fab.3; κατ' εὐθεῖαν by direct reasoning, Dam.Pr. 432; μηδὲν ἐξ εὐθείας παρέχει (an amulet) does no good directly, Sor.2.42.3 εὐθεῖα, ἡ, as Subst.,a (sc. γραμμή) straight line, Arist.APr. 49b35, al., Euc. 1 Def.7, al.; ἐπ' εὐθείας εἶναι lie in a straight line, Archim.Con.Sph.7, al.; ἐπὶ τὴν αὐτὴν εὐ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς εὐ. ἐκτείνειν, in the same line, Plb. 3.113.2,3; ἐπὶ μίαν εὐ. ib.8: [comp] Comp.,εὐθυτέρα ἡ γραμμὴ γίνεται Arist. Mech. 855a24
.b (sc. πτῶσις) nominative case, D.T.636.5, A.D. Pron.6.11, etc.; κατ' εὐθύ in the nominative, Arist.SE 182a3.B as Adv., [full] εὐθύς and [full] εὐθύ, the former prop. of Time, the latter of Place, Phryn.119, etc.I [full] εὐθύ, of Place, straight, usu. of motion or direction, straight to..,h.Merc.
342; ; εὐ. [τὴν ἐπὶ] Βαβυλῶνος straight towards.., X.Cyr.5.2.37: and so c. gen., εὐ. τῶν κυρηβίων, εὐθὺ Πελλήνης, Ar.Eq. 254, Av. 1421;εὐ.τοῦ Διός Id. Pax68
;εὐ. τοὐρόφου Eup.47
; , cf. Th.8.88, etc.; ἀποθανούμενος ᾔει εὐ. τοῦ δαιμονίου in opposition to.., Pl.Thg. 129a (s.v.l.); cf. ἰθύς.b νῆσον οἰκεῖ εὐθὺ Ἴστρου opposite.., Max.Tyr.15.7.3 rarely of Time, Philoch.144, Arist.Rh. 1414b25, UPZ77.27 (ii B.C.), PGrenf.1.1.24 (ii B.C.), Aristeas 24, Luc.Nav.22.II [full] εὐθύς,1 of Time, straightway, forthwith, Pi.O.8.41;ὁ δ' εὐ. ὡς ἤκουσε A.Pers. 361
;ὁ δ' εὐ. ἐξῴμωξεν S.Aj. 317
;τὸ μὲν εὐ. τὸ δὲ καὶ διανοούμενον Th.1.1
, cf. 5.3, 7.77; joined with other adverbial words,τάχα δ' εὐ. ἰών Pi.P.4.83
;εὐ. κατὰ τάχος Th.6.101
; εὐ. παραχρῆμα (v. sub παραχρῆμα); εὐ. ἀπ' αρχῆς Ar. Pax84
(anap.);εὐ. ἐξ ἀρχῆς X.Cyr.7.2.16
; ἐξ ἀρχῆς εὐ. Arist.Pol. 1287b10;εὐ. κατ' ἀρχάς Pl.Ti. 24b
;ἀφ' ἑσπέρας εὐ. ἤδη Luc. Gall.1
; εὐ. ἐκ νέου, ἐκ παιδός, even from one's youth, Pl.R. 485d, 519a;εὐ. ἐκ παιδίου X.Cyr.1.6.20
: with a part.,εὐ. νέοι ὄντες Th.2.39
;εὐ. ἥκων X.An.4.7.2
;εὐ. ἀπεκτονώς D.23.127
; τοῦ θέρους εὐ. ἀρχομένου just at the beginning of summer, Th.2.47; ἀρξάμενος εὐ. καθισταμένου [τοῦ πολέμου] from the very beginning of the war, Id.1.1; εὐ. ἀποβεβηκότι immediately on disembarking, Id.4.43; εὐ. γενομένοις at the moment of birth, Pl.Tht. 186b: metaph., at once, naturally, ὑπάρχει εὐθὺς γένη ἔχον τὸ ὄν Being falls at once into genera, Arist. Metaph. 1004a5, cf.Po. 1452a14: with Subst.,ἡ τῶν Ἰταλιωτῶν εὐθὺς φυγή Hdn.8.1.5
.2 less freq. in a local relation, ὑπὲρ τῆς πόλεως εὐ. just above the city, Th.6.96; παρ' αὐτὴν εὐ. ὁ ἔσπλους ἐστίν directly past it (the mole), Id.8.90; ἐγγύτατα τούτου εὐ. ἐχομένη immediately adjoining this, ibid., cf. Theoc.25.23; εὐ. ἐπὶ τὴν γέφυραν Foed. ap. Th.4.118, cf. X.Cyr.7.2.1,2, 2.4.24, Ages.1.29; τὴν εὐ. Ἄργους κἀπιδαυρίας ὁδόν the road leading straight to Argos, E.Hipp. 1197 (condemned by Phot.);εὐ. Λυκείου Pherecr.110
, cf. Arist.HA 498a32, etc.3 of Manner, directly, simply, v.l. in Pl.Men. 100a.4 like αὐτίκα 11: for instance, to take the first example that occurs,ὥσπερ ζῷον εὐθύς Arist.Pol. 1277a6
, cf. Cael. 284b10, etc.;οἷον εὐθύς Cleom. 1.1
, D.Chr.11.145.C regul. Adv. [full] εὐθέως, used just as εὐθύς, S.Aj.31, OC 994, E. Fr.31, Pl.Phd. 63a, etc.; αἰσθόμενος εὐθέως as soon as he perceived, Lys.3.11;ἐπεὶ εὐθέως ᾔσθοντο X.HG3.2.4
;εὐθέως παραχρῆμα Antipho 1.20
, D.52.6.2 = εὐθύς B. 11.4, οἷον εὐθέως as for example, Plb.6.52.1,12.5.6 (dub. sens. in Hp.Art.55); so εὐ. alone, Ph.2.589. ( εὐθέως is the commoner form in later Greek, PCair.Zen.34.17 (iii B.C.), etc.) -
4 ἐνίστημι
ἐνίστημι, causal in [tense] pres., [tense] fut.and [tense] aor. 1 [voice] Act., and [tense] aor. 1 [voice] Med.:—A put, place in,ἵππον ἐν λίθοις ἐνιστάναι X.Eq.Mag.1.16
;στήλας ἐνίστη ἐς τὰς χώρας Hdt.2.102
; εἰς αὐτὴν (sc. τὴν πόλιν)ἡνίοχον ἐνστῆσαι Pl.Plt. 266e
; τοὺς ἱπποκόμους εἰς (i.e. amongst)τοὺς ἱππέας ἐ. X.Eq.Mag. 5.6
: c. dat.,ἱστὸν ἐνεστήσαντο μεσόδμῃ A.R.1.563
.2 in Law, institute an heir,ἐ. κληρονόμους τοὺς υἱούς PMasp.151.75
(vi A. D.).3 [tense] aor. 1 [voice] Med., also, begin,ὅσαι τὸ πρᾶγμα τοῦτ' ἐνεστήσαντο Ar.Lys. 268
; ; ὁ τοιοῦτονἀγῶν' ἐνστησάμενος Id.18.4
; ἐ. τὸ πρᾶγμα, Lat. rem instituere, Arist. Pr. 951a28;ἀρχὰς τῆς γενέσεως Thphr.HP7.10.4
; ὀργὴν καὶ μῖσος πρός τινα ἐνστήσασθαι to begin to show.., Plb.1.82.9;πρᾶξιν Plu. Arat.16
: c. inf., D.S.14.53.4 ἐνστήσασθαι τὸ μέγεθος determine the size, Ph.Bel.50.29.B [voice] Pass., with [tense] aor. 2, [tense] pf., and [tense] plpf. [voice] Act.:—to be set in, stand in, ;ἐν τῷ νηῷ Hdt.2.91
: abs.,πύλαι ἐνεστᾶσι ἑκατόν Id.1.179
, cf. Pl.Ti. 50d, etc.2 enter upon, take possession of, Foed. Delph.Pell.2
B 14.II to be appointed,σοῦ ἐνεστεῶτος βασιλέος Hdt.1.120
, cf. 6.59;ἐς ἀρχήν Id.3.68
;ἐς τυραννίδας Id.2.147
.III to be upon, threaten, c. dat. pers., ; ; in war, press hard,τινί Plb.3.97.1
: abs., begin, [τοῦ θέρους] ἐνισταμένου Thphr.HP9.8.2
;ἐνισταμένου τοῦ ἐνιαυτοῦ LXX 3 Ki.12.24
; to be at hand, arise,ὁ τότ' ἐνστὰς πόλεμος D.18.89
, cf. 139, Plb.1.71.4;τοῦ πολέμου πρὸς Φίλιππον ὑμῖν ἐνεστηκότος Aeschin.2.58
: esp. in [tense] pf. part., pending, present,μιᾶς ἐνεστώσης δίκης Ar.Nu. 779
, cf. Is.11.45, D.33.14;ὁ νῦν ἐνεστηκὼς ἀγών Lycurg.7
; soοὐδενὸς ἡμῖν ἐνεστῶτος πρὸς αὐτούς PStrassb.91.21
(i B.C.); of Time, instant, present, τοῦ ἐνεστῶτος μηνός Philipp. ap. D.18.157; ἡ ἐνεστῶσα κακία, ἀνάγκη, PPetr.2p.60, 1 Ep.Cor.7.26;κατὰ τὸν ἐ. καιρόν Arist.Rh. 1366b23
;ἀγαθὸν ἐνεστὼς ἢ μέλλον Stoic.3.94
; cf.ἐνεστάναι τὸν πάντα χρόνον ὡς τὸν ἐνιαυτὸν ἐνεστηκέναι λέγομεν Apollod.Stoic.3.260
.2 esp. Gramm., ὁ ἐνεστὼς (sc. χρόνος ) the present tense, Stoic.2.48, D.T.638.22, A.D.Pron.58.7, al.; also the state of completion expressed by the perfect tense,Id.
Synt.205.15: also in [tense] aor., τοῦ ποτὲ ἐνστάντος when the moment has arrived, Plot.4.3.13; τὰ ἐνεστηκότα πράγματα present circumstances, X.HG2.1.6; soτὰ ἐνεστῶτα Plb.2.26.3
.IV stand in the way, resist, block,τοῖς ποιουμένοις Th.8.69
;τῇ φυγῇ Plu.Luc.13
;τῇ αὐξήσει Id.Rom.25
;πρὸς πᾶσάν τινι πολιτείαν Id.Arist.3
, cf.Marc.22: abs., stand in the way, Th.3.23; in argument,ἐνέστηκεν ὃ νυνδὴ Κέβης ἔλεγε Pl.Phd. 77b
; ὁ ἐνεστηκώς the opponent in a lawsuit, SIG45.28 (Halic., v B.C.).2 in Logic, object,τῷ καθόλου Arist.Top. 157b3
;πρὸς τὸν ἔξω λόγον Id.APo. 76b26
: abs., Id.Rh. 1402b24,al.;ἐ. ὅτι.. Id.APr. 69b6
;ὡς.. Id.EN 1172b35
, A.D. Synt.176.23.3 of the Roman tribunes, exercise the right of intercessio, veto, Plb.6.16.4, Plu.TG10,al.V of fluids, congeal, freeze,ὕδωρ ἐνεστηκός Thphr.CP5.13.1
; become impacted in, ἐνιστάμενον ἐπὶ τὰ τοῦ στομάχου στενά (sc. γάλα) Dsc.Alex.26.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνίστημι
-
5 χιών
A snow, in Hom. mostly of fallen snow, Il.10.7, 22.152;ὡς δὲ χ. κατατήκετ' ἐν.. ὄρεσσιν Od.19.205
;ὕπερθε χ. γένετ' ἠΰτε πάχνη 14.476
; ; ἐπὶ χιόνι πεσούσῃ ibid., cf.4.50;Ἰδαία χ. A.Ag. 564
;ἥλιος.. τήκει πετραίαν χιόνα Id.Fr.300.5
;καί νιν.. χιὼν οὐδαμὰ λείπει S.Ant. 830
(lyr.); also of falling snow, ὥς τε νιφάδες χιόνος πίπτωσι θαμειαί thick fall the snow-flakes, Il.12.278;χ. πίπτουσα Hdt.4.31
;κατένειψε χιόνι τὴν Θρᾴκην Ar.Ach. 138
;ὅταν βορέας χιόνα χέῃ E.Cyc. 329
, cf. Ba. 662;ἐπιπίπτει χ. X.An.4.4.11
;χιόνες πολλαὶ γίνονται Thphr.Sign.24
: [χ.] σφοδρὰ καὶ ἀθρόα καταφερομένη νιφετὸς ὠνόμασται Arist.Mu. 394a36
.II snow-water, 'ice-coldwater,Θρῄκην χιόνι.. κατάρρυτον E.Andr. 215
;χ. ποταμία Id.Tr. 1067
(lyr.); used to cool wine,εἰ χιών ἐστ' ὠνία Euthycl.1
;οἶνον πιεῖν.. χιόνι μεμιγμένον Stratt.57
;χιόνα πίνειν Alex.141.10
;τοῦ θέρους χιόνα.. ζητεῖς Χ. Mem.2.1.30
;ἡδὺ θέρους.. χιὼν ποτόν AP5.168
(Ascl.): rare in pl., Arist.Mu. 394a16. [[pron. full] ῐ by nature, [pron. full] ῑ [dialect] Ep. metri gr.] (Cf. Skt. himás 'cold, winter', Lat. hiems, Avest. zyam- 'winter', etc.) -
6 τελευταω
ион. тж. τελευτέω1) приводить в исполнение, совершать(τὰ ἔργα Hom.)
ἐπέν ταῦτα τελευτήσῃς Hom. — когда ты это устроишь;γάμον τ. Hom. — вступать в брак2) кончать, заканчивать(λόγον Eur.; τὸν αἰῶνα Her.)
τ. τὸν βίον ὑπό τινος Plat. — быть убитым кем-л.;τελευτῶν ἔλεγε Her. — наконец он сказал;ἐτελεύτα τοῦ ἐπαίνου ἐς τάδε τὰ ἔπη Thuc. — (свое) похвальное слово он закончил следующими стихами;κἂν ἐγίγνετο πληγέ τελευτῶσα Soph. — дело чуть было не дошло до драки3) кончаться, оканчиватьсяτ. ἐς τωὐτὸ γράμμα Her. — оканчиваться на ту же самую букву;
τελευτῶντος τοῦ θέρους Thuc. — с окончанием лета;τὰ κατὰ τέν στρατείαν ἐς Αἴγυπτον οὕτως ἐτελεύτησεν Thuc. — таков был исход похода в Египет;τ. εἴς, ἐπί и πρός τι Plat. — оканчиваться чем-л., переходить во что-л.;εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τ. Plat. — становиться из юношей мужами4) исполняться, осуществлятьсяὄψις ἥ ἐπιφανεῖσα τοῦ ὀνείρου τελευτήσειε! Her. — да исполнится явившееся во сне видение!
5) (тж. θανάτῳ τ. NT.) умирать, погибать(νούσῳ Her.; μάχῃ Aesch.; ἐν τῷ πολέμῳ Plat.)
τ. ἐκ τῆς πληγῆς τοῦ τραύματος Plat. — скончаться от полученной раны;ζῶν ἢ τετελευτηκώς Plat. — живой или мертвый6) доходить, граничить, простираться(ἐς τέν Αἴγυπτον τ. Her.)
τῆς γωνίης τελευτῶντος τοῦ Λαβυρίνθου ἔχεται πυραμίς Her. — к углу Лабиринта непосредственно примыкает пирамида -
7 τελευτάω
A , etc.: [tense] pf.τετελεύτηκα Pl.Men. 75e
, al.:—[voice] Pass., [tense] fut. [voice] Med. τελευτήσομαι always in pass. sense, Il.13.100, Od.8.510, 9.511, E.Hipp. 370 (lyr.): [tense] aor.ἐτελευτήθην Il.15.74
:—bring to pass, accomplish,ὄφρα.. τελευτήσω τάδε ἔργα Il.8.9
;τ. ἃ μενοινᾷς Od.2.275
; , cf. 2.306; γάμον τ. 24.126; fulfil an oath or promise, wish or hope,τ. ἐέλδωρ 21.200
;τ. ὅσ' ὑπέστης Il.13.375
; , cf. Od.3.56,62;ὅρκια Call.Aet.3.1.29
; τελευτᾶν τινι κακὸν ἦμαρ bring about an evil day for one, Od.15.524;τ. πόνους Δαναοῖς Pi.P.1.54
, cf. E.Ph. 1581 (lyr.);οἷ τ. λόγον Id.Tr. 1029
; τὸ δ' ἔνθεν ποῖ τελευτῆσαί με χρή; to what end must I bring it? S.OC 476;Ζεὺς ὅ τι νεύσῃ, τοῦτο τελευτᾷ E.Alc. 979
(lyr.), etc.:—[voice] Pass., to be fulfilled, come to pass, happen, ll. cc. sub init.; ;πρὶν τελευτηθῇ φόνος E.Or. 1218
.2 finish,σχεδίην.. ἐπηγκενίδεσσι Od.5.253
; ἐπεί ῥ' ὄμοσέν τε, τελεύτησέν τε τὸν ὅρκον had sworn and completed (made binding) the oath, 2.378, etc.; ἡσύχιμον ἁμέραν τ. close a peaceful day, Pi.O.2.33; ἄρξομαι ἐκ βολβοῖο τελευτήσω δ' ἐπὶ θύννον (sc. τὸ δεῖπνον) Pl.Com.173.6 (hex.).3 esp. τ. τὸν αἰῶνα finish life, i.e. die, Hdt.1.32, 9.17, etc.;τ. βίον A.Ag. 929
, S.Fr. 646 codd. (sed leg. δρόμον), E.Hec. 419, Pl.Prt. 351b; ὑπ' ἄλλου τ. τὸν βίον, i.e. to be killed, Id.Lg. 870e: also (after the analogy of παύομαι) c. gen., τελευτᾶν τοῦ ἀνθρωπίνου βίου make an end of life, X.Cyr.8.7.17; so λόγου τ. Th.3.59; ἐπαίνου τ. ἐς τάδε ἔπη ib. 104.b freq. abs., end life, die, Hdt.1.66, 3.38, 40, al., Pl.R. 614b, al.; πρὶν τελευτήσαντ' ἴδῃς before you see him dead, S.Fr. 662;τ. μάχῃ A.Th. 617
;νούσῳ Hdt.1.161
;γήραϊ Id.6.24
; τ. ὑπό τινος die by another's hand or means, ib.92;δόλῳ ὑπό τινος Id.4.78
;ὑπὸ αἰχμῆς σιδηρέης Id.1.39
;ὑπ' ἀλλαλοφόνοις χερσίν A.Th. 930
(lyr.);ἐκ τῆς πληγῆς Pl.Lg. 877b
; of animals, Arist.PA 667b11, PMich.Zen.67.25 (iii B.C.).II intr. (as always in Prose, except in signf. 1.3a):2 come to an end, A.Ag. 635, etc.: esp. of Time, τελευτῶντος τοῦ μηνός, τοῦ θέρους, Th.2.4, 32, etc.: of actions, events, etc.,τ. ἡ ναυμαχία ἐς νύκτα Id.1.51
, etc.b with words indicating the kind of end or outcome, ἢν ὁ πόλεμος κατὰ νόον τ. Hdt. 9.45, cf. 7.47; εὖ τ. A.Supp. 211; πτωχοὶ τ. end by being beggars, Pl. R. 552c; οὕτως τ. Th.1.110, 138; τ. ἔς τι come to a certain end, issue in,αἱ εὐτυχίαι ἐς τοῦτο ἐτελεύτησαν Hdt.3.125
; τ. ἐς τὠυτὸ γράμμα end in the same letter, Id.1.139, cf. Th.2.51, 4.48, Pl.R. 618a; εἰς ἄνδρας ἐκ μειρακίων τ. Id.Tht. 173b; ποῖ ([etym.] ἐς τί) τελευτᾶν ([etym.] φασι); came to what end? A.Pers. 735 (troch.), cf. Ch. 528, Pl.Lg. 630b; alsoτ. ἐπί τι Id.R. 510d
, Smp. 211c.4 the part. τελευτῶν, ῶσα, ῶν, is used with Verbs like an Adv., to finish with, at the end, at last, asτελευτῶν ἔλεγε Hdt.3.75
; κἂν ἐγίγνετο πληγὴ τελευτῶσα there would have been a fray to finish with, S.Ant. 261;τελευτῶν.. ἐξεβλήθη Ar.Eq. 524
(anap.); τὰς ὀλοφύρσεις τελευτῶντες ἐξέκαμνον at last they got tired of mourning, Th.2.51, cf. 47; ; sts. with another part., τὴν τυραννίδα χαλεπὴν τελευτῶσαν γενομένην having at last become.., Th.6.53, cf. Pl.Phdr. 228b; .5 of local limits and the like ,μέχρι Σολόεντος ἄκρης, ἣ τελευτᾷ τῆς Λιβύης Hdt.2.32
; τελευτῶντος τοῦ Λαβυρίνθου ἔχεται πυραμίς ib. 148; τῇ ἡ Κνιδίη χώρη ἐς τὴν ἤπειρον τ. Id.1.174, cf. 2.33, 4.39, IG12.900, Pl. Men. 75e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελευτάω
-
8 εὔπνοος
2 causal, making one breathe freely, relieving oppression of the breath,λουτρόν Hp.Acut.66
.II affording a free passage to the air,μυκτῆρες X.Eq.1.10
([comp] Comp.); ὁ [περὶ τὴν κεφαλὴν] τόπος εὔ. Arist.PA 653b2, cf. 673b23 ([comp] Sup.); ;νεφέλαι εὔ. αὔραις Orph.H.21.6
.2 open to the winds, airy,οἰκία εὔπνους μὲν τοῦ θέρους, εὐήλιος δὲ τοῦ χειμῶνος Arist.Oec. 1345a31
; ([comp] Comp.);δένδρα Thphr.CP1.15.4
;τὸ εὔ. τοῦ τόπου Pl.Phdr. 230c
.III good to breathe, fresh and pure, of the air, Thphr.CP1.13.8, Str.3.2.13: [comp] Comp. εὐπνοώτερος X.l.c., Hp. Epid.4.26; also εὐπνούστερος ib.7.39, Arist.Pr. 960b22, Gal.5.911: [comp] Sup. - ούστατος Arist.PA 673b23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔπνοος
-
9 τηνικαῦτα
τηνικαῦτα, = τηνίκα (wie ἔνϑα, ἐνϑαῦτα, τηλικοῦτος, τηλικαύτη aus τηλίκος u. ä.); Her. 1, 17. 63 u. öfter; bei Att. gebräuchlicher als jenes; Soph. dem ὁπηνίκα entsprechend Phil. 463, dem ὅταν O. R. 76 El. 286; Plat. Legg. VII, 792 b; Xen. An. 4, 1, 5, oft; τηνικαῦτα τοῦ ϑέρους, Ar. Pax 1137; τ. τοῦ ἔτους, Luc. Herod. 7.
-
10 ευθυς
I- εῖα -ύ1) прямой, прямолинейный(ὁδος Pind., Thuc., Xen.; πλόος Pind.; ῥύγχος, πόροι, κίνησις Arst.)
2) прямой, открытый, искренний(τόλμα Pind.; λόγος Eur.)
3) правильный, справедливый(δίκη Pind., Aesch.). - см. тж. ἰθύς I и εὐθύ I и II
IIadv.1) прямо, напрямик(ἀπὸ τοῦ Ποσειδωνίου εὐ. ἐπὴ τέν γέφυραν Thuc.)
εὐ. πρὸς τὰ βασίλεια Xen. — прямо в царский дворец2) немедленно, сразу же, тут жеεὐ. ἐκ παιδός Plat. и ἐκ παιδίου Xen. — с самого детства;
εὐ. ἐξ ἀρχῆς Xen., Arst., κατ΄ ἀρχάς Plat., ἀπ΄ ἀρχῆς Arph. и ἐν ἀρχῇ Arst. — тотчас же, с самого же начала3) как разτοῦ θέρους εὐ. ἀρχομένου Thuc. — как раз в начале лета;
εὐ. νέοι ὄντες Thuc. — еще в юности4) как только, едва лишьεὐ. ἥκων Xen., Plut. — как только он пришел
5) вот, кстатиοἷον εὐ. Plut. и ὥσπερ εὐ. Arst. — вот например
ἡ εὐ. Ἄργους ὁδός Eur. — прямая дорога в Аргос
-
11 τηνικαῦτα
τηνῐκ-αῦτα, commoner form for τηνίκα, answering to a Relat.,A at that time, then,ἡνίκα.., τηνικαῦτα.. X.Cyr.7.1.9
; answering to ὁπηνίκα, S.Ph. 465; to ὅτε or ὅταν, Id.OC 393, OT76, etc.; to ὁπότε, ὅκως, X.Cyr.1.6.26, Hdt.1.17; to ἐπεί, ἐπειδάν, ἐπειδή, X.An.4.2.3, Cyr.1.2.13, D.21.96: also with the Art., τὸ τ. D.S.1.98, etc.2 without a Relat. expressed, Hdt.1.18,63, S.Ant. 779, etc.; ἤδη τ. by that time, Hdt.2.51, 6.53; τ. ἤδη only then, Ar.Ec. 789;τὸ τ. ἤδη Pl.Alc.2.150e
; at that time of day, Lys.1.22; at this hour,τ. ἐχθὲς ἔπινον Men.Epit. 166
: c. gen., τ. τοῦ θέρους at this lime of the summer, Ar. Pax 1171 (lyr.);τ. τοῦ ἔτους Luc.Herod.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τηνικαῦτα
-
12 δᾱνός
δᾱνός (Wurzel ΔΑF-, δαίω brennen), brennbar, ausgedörrt, dürr, trocken. Homer einmal, Odyss. 15, 322 πῠρ τ' εὖ νηῆσαι, διά τε ξύλα δανὰ κεάσσαι, var. lect. ξύλα πολλά. Vgl. Ar. Pac. 1134 ἐκκέας τῶν ξύλων ἅττ' ἂν ᾖ δανότατα τοῦ ϑέρους ἐκπεπρισμένα.
-
13 ἐπ-όγμιος
ἐπ-όγμιος, ον, Beiwort der Demeter, Add. 1 (VI, 258); nach Suid. ἔφορος τοῦ ϑέρους, dem Pflügen od. Mähen vorstehend. S. ὄγμος.
-
14 ακμαζω
1) быть в расцвете, процветать Her., Arst.ἀ. ῥώμῃ Plat. — быть в расцвете сил;
οἱ ἀκμάζοντες Isocr. — люди в цветущем возрасте2) быть богатым, изобиловать(τινί Her., Thuc., Aeschin., Plut.)
τῷ εὖ φρονεῖν ἀ. Aeschin. — обладать благоразумием;ἀ. ἐρύκειν τὰ κακὰ ἀπὸ ἑαυτοῦ Xen. — быть достаточно сильным, чтобы оградить себя от неприятностей3) достигать зрелости4) достичь высшей степени, быть в разгареἡ νόσος ἀκμάζει Thuc. — болезнь достигла наибольшей силы;
τοῦ θέρους ἀκμάζοντος Thuc. — в разгаре лета;ἀ. ἔν τινι Aeschin. — достичь высшей степени чего-л.5) настоятельно требовать(ποιεῖν τι Aesch.)
τὰ πάντα νῦν ἀκμάζει ἐπιμελείας δεόμενα Xen. — все требует теперь особенной бдительности;impers. ἀκμάζει Aesch., — настало время, пора -
15 εκζεω
1) досл. вскипать, перен. вспыхивать, разражаться(ὃσα τοῦ θέρους ἐκζεῖ, sc. πάθη Arst.)
ἐξέζεσεν Οἰδίπου κατεύγματα Aesch. — раздались проклятья Эдипа2) кишеть(εὐλέων Her.; φθειρσί Diog.L.)
-
16 θαλπω
1) нагревать, разогревать(στέατος τροχόν Hom.; τόξον Hom.)
κασσίτερος θαλφθείς Hes. — нагретое олово;ἔτι ἁλίῳ θάλπεσθαι Pind. — греться еще на солнце, т.е. быть еще в живых2) греть, жечь, обжигатьχρόνον τοσοῦτον ἔς τε καῦμα ἔθαλπε Soph. — все время, пока не стал жечь зной;
ἥ ἁφέ ἀπὸ πυρὸς θαλπομένη Sext. — ощущение ожога от огня;θάλπεσθαι τοῦ θέρους Xen. — страдать от летней жары3) сушить(ἁλίῳ πέπλους Eur.; ῥάκη θάλπεται Soph.)
4) перен. воспламенять, разжигать(κέαρ τινὸς ἔρωτι θ. Aesch.)
ἱμέρου βέλει πρός τινος θάλπεσθαι Aesch. — возгораться страстью к кому-л.;ἐς τί βλέψασα θάλπει τῷδε πυρί ; Soph. — из-за чего ты вне себя от радости? (досл. на что глядя горишь ты этим огнем?)5) греть, лелеять(ἄλλον φίλον Theocr.; ἐκτρέφειν καὴ θ. τέν ἑαυτοῦ σάρκα NT.)
6) (sc. ἑαυτόν) гретьсяτρεῖς ποίας θάλψαι ὑπ΄ ἠελίῳ Anth. — прожить три лета
7) пламенеть, быть страстным(αἱ ψυχραὴ φύσεις θάλπουσιν Arst.)
8) (ср. русск. «нагреть») обманывать, надувать -
17 προκατεσθιω
заранее съедатьτὰ ὄρνεα προκατεδεῖται τέν ἅπασαν τοῦ θέρους ἐλπίδα Luc. — (если посеянное зерно не прикрыть землей), птицы съедят всю надежду на урожай (досл. на лето)
-
18 τηνικαυτα
(τό) adv.1) в это (самое) время(τ. τοῦ θέρους Arph.)
τ. ἀφιγμένος Lys. — вернувшись в такую пору2) тогдаγνώσεται τ. Soph. — тогда она узнает;
ἤδη τ. Her. — тогда уже;τὸ τ. ἤδη Plat. — тогда лишь;ἡνίκα (ὁπηνίκα, ὅτε, ὅταν, ὁπότε, ἐπεί) …, τ. Soph., Xen. — когда (после того, как) …, тогда;τί τ. δρῶμεν ; Arph. — что нам тогда (в таком случае) делать? -
19 χειμεριος
3 и 21) бурный, непогожий, ненастный(νότος Soph.; μῆνες Her.; νύξ Thuc.)
χειμέρια τὰ πράγματα Arph. — дела складываются тревожно2) зимний(ὥρη Hom., Hes.)
ἀκτὰ κυματοπλέξ χειμερία Soph. — берег, на который зимой набегают волны3) холодный(διάγειν τοῦ θέρους ἐν τοῖς χειμερίοις, sc. τόποις Arst.)
4) жестокий, мучительный(λύπη Soph.)
-
20 θερμότητα
См. также в других словарях:
μεσώ — μεσῶ, όω, Μ μεσώνω και μεσώννω) [μέσος] νεοελλ. (μόνο σε φρ.) «μεσούντος τού μηνός», «μεσούσης τής εβδομάδας» κ.λπ. κατά τα μέσα τού μήνα, τής εβδομάδας κ.λπ. μσν. γεμίζω κάτι («ἕνα ποτήριν... καὶ μεσώννουν τὸ κρασίν», Μαχ.) μσν. αρχ. είμαι ή… … Dictionary of Greek
ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… … Dictionary of Greek
Ησίοδος — (8ος – 7ος αι. π.Χ.).Ποιητής. Γεννήθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας. Θεωρείται ο πατέρας της διδακτικής ποίησης στη Δύση. Ο πατέρας του ήρθε από την Κύμη της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας τη «χείμα κακή, θέρει αργαλέη, ουδέ… … Dictionary of Greek
Πλειάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστή μια ομάδα από επτά τραγικούς ποιητές, οι οποίοι έζησαν στην Αλεξάνδρεια στους χρόνους του Πτολεμαίου B’ Φιλαδέλφου (284 247 π.Χ.). Ο φιλότεχνος αυτός ηγεμόνας προσπάθησε να μεταφέρει στην Αλεξάνδρεια τη μεγαλοπρέπεια … Dictionary of Greek
σταθερός — ή, ό / σταθερός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ά, Ν, και σταθηρός, ά, όν και ιων. τ. θηλ. ή, Α 1. αυτός που στέκεται στερεά, ευσταθής, αμετακίνητος (α. «σταθερό έδαφος» β. «σταθερό κτήριο» γ. «σταθερά γαῑα», Οππ.) 2. (κυριολ. και μτφ.) αμετάβλητος (α.… … Dictionary of Greek
χλωρίδα — I (chloris). Γένος πτηνών της οικογένειας των φρινγκιλιδών ή σπιζιδών, της τάξης των στρουθιόμορφων. Περιλαμβάνει μικρά πουλιά με ίσιο ράμφος, κωνικό και δυνατό, μικρό λαιμό και κοντά πόδια, φτερά μέτριου μεγέθους και διχαλωτή ουρά. Απαντά σε… … Dictionary of Greek
NILUS — I. NILUS Aegypti Episcopus exustus, sub Diocletiano. Vide Lactantium, l. 5. c. 11: II. NILUS Africae fluv. celeberrimus, ut Asiae Ganges, et Indus, atque Europae Danubius. Plurima eius ab antiquis perhibentur, et celebrantur nomina. Nam et… … Hofmann J. Lexicon universale
Ντε Φεράρι, Γκρεγκόριο — (De Ferrari, Πόρτο Μαουρίτιο 1644 – Γένοβα 1726). Ιταλός ζωγράφος. Το αριστούργημά του είναι η διακόσμηση των οροφών των αιθουσών της Άνοιξης και του Θέρους στο μέγαρο Ρόσο στη Γένοβα. Η εντυπωσιακή μπαρόκ αρχιτεκτονική του μεγάρου τονίζεται από… … Dictionary of Greek
τρομβιδίαση — η, Ν 1. ιατρ. κνιδωτικό εξάνθημα που εμφανίζεται απότομα σε διάφορα σημεία τού σώματος, κυρίως τους μήνες τού θέρους και τού φθινοπώρου, και οφείλεται σε νυγμούς τών νυμφών τού ακάρεος Trombicula automnalis 2. (κτην.) ερυθηματώδεις εκδηλώσεις που … Dictionary of Greek
θερινός — ή, ό (ΑΜ θερινός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέρος («θερινές διακοπές», «θερινό ηλιοστάσιο») 2. ο κατάλληλος για την περίοδο τού θέρους (α. «θερινή διαμονή» β) «θερινά ενδύματα») 3. φρ. «θερινή ώρα» η τοποθέτηση τών δεικτών τού… … Dictionary of Greek
πεδιάσιμος — Επώνυμο 2 Βυζαντινών λογίων. 1. Θεόδωρος (14ος αι.). Καταγόταν πιθανότατα από τις Σέρρες. Έγραψε διάφορα έργα, τα κυριότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Έκφρασις περί του ιερού των Σερρών, Έκθεσις τινών θαυμάτων των αγίων μεγάλων μαρτύρων και… … Dictionary of Greek